-
1 Dead
adj.Lifeless: P. and V. ἄψυχος.Be dead, v.: P. and V. τεθνηκέναι, τεθνάναι, Ar. and V. οἴχεσθαι (rare P.), or use P. and V. οὐκ εἶναι, οὐκέτʼ εἶναι.The dead, killed in battle, subs.: P. and V. νεκροί, οἱ.Generally: P. and V. οἱ τεθνηκότες. οἱ οὐκ ὄντες, οἱ κάτω, οἱ ἐκεῖ, V. οἱ θανόντες, οἱ κατθανόντες, οἱ καμόντες, οἱ κεκμηκότες, οἱ ὀλωλότες, οἱ ἐξολωλότες, οἱ φθιτοί, οἱ ἔνεροι (Plat. but rare P.), οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ ἔνερθε, οἱ κατὰ χθονός.He is dead and gone: V. οἴχεται θανών.Dead withered (of leaves, etc.), adj.: Ar. αὖος, Ar. and P. σαπρός.Dead to pity: see Pitiless.A dead letter: see under Letter.At dead of night: P. πολλῆς νυκτός, ἀωρὶ τῆς νυκτός, V. ἄκρας νυκτός, νυκτὸς ἐν καταστάσει, Ar. ἀωρὶ νύκτωρ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dead
-
2 Rain
subs.Ar. and P. ὑετός, ὁ, ὕδωρ, τό.Shower: P. and V. ὄμβρος, ὁ (Plat., Rep. 359D).Storm of rain: P. and V. ἐπομβρία, ἡ (Dem. 1274, Æsch., frag., and Ar.), P. χειμὼν νοτερός, ὁ (Thuc. 3, 21).The rain that had fallen in the night: P. τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτός (Thuc. 2, 5).There having been an extraordinary fall of rain: P. ὕδατος ἐξαισίου γενομένου (Plat., Critias, 112A).——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rain
-
3 Wink
v. intrans.Without winking: use adv. P. ἀσκαρμαδυκτί (Xen.), or adj., Ar. ἀσκαρμάδυκτος (Eq. 292).——————subs.He doesn't see a wink of sleep the whole night: Ar. ὕπνου δʼ ὁρᾷ τῆς νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην (Vesp. 91).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wink
См. также в других словарях:
нощьныи — (85) пр. 1.Относящийся к ночи, свойственный ночи: множьства ради щедротъ твоихъ изволивыи намъ прѣити веръстѹ д҃ньвнѹю. и на прѣдѣлы прѣстѹпити нощьныѧ. СбЯр XIII, 216; и мало времѧ нощноѥ почиваше. и множаиша на ѹчениѥ ст҃хъ словесъ пребываше.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek
χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… … Dictionary of Greek
нощь — НОЩ|Ь (831), И с. Ночь: пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; сии по вс˫а д҃ни и нощи писааше книгы въ келии ЖФП XII, 44г; и тои нощи полѹнощи ˫ависѧ ст҃ыи николаѥ. ц҃рю констѧнтинѹ ЧудН XII, 70в; то же СбТр к. XIV, 183; ˫ако бо тать въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ԳԻՇԵՐԱՅՆ — ( ) NBH 1 0554 Chronological Sequence: Early classical, 11c մ. ԳԻՇԵՐԱՅՆ νυκτός, διὰ τῆς νυκτός, νυκτών noctu, nocte, de nocte գրի եւ ԳԻՇԵՐԵԱՅՆ. Ի գիշերային ժամանակի. գիշերի. գիշերաւ. գիշերանց, գիշերով. ... *Յարեաւ Փարաւոն գիշերայն: Կոչեաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
Νυκτώον — Νυκτῷον, τὸ (Α) ναός τής Νυκτός, τής θεότητας τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *νυκτῷος (πρβλ. μητρ ώον)] … Dictionary of Greek